- συστενάζει
- стонет вместе
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
συστενάζει — συστενάζω lament with pres ind mp 2nd sg συστενάζω lament with pres ind act 3rd sg συστενάζω lament with pres ind mp 2nd sg συστενάζω lament with pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστενάζω — Α [στενάζω] στενάζω μαζί, θρηνώ μαζί με άλλους («πᾱσα ἡ κτίσις συστενάζει», ΚΔ) … Dictionary of Greek